- πειρασμός
- Η επιθυμία να κάνει κάτι κάποιος το οποίο αποδοκιμάζει. Η έμφυτη ορμή προς κάτι κακό. Ο διάβολος, ο Σατανάς. Χαρακτηριστικό γυναίκας που προκαλεί ερωτική επιθυμία (μεταφορ.).
Η χριστιανική θρησκεία θεωρεί τον π. απότοκο του προπατορικού αμαρτήματος. Η επιθυμία αυτή, κατά τη χριστιανική άποψη, μπορεί να διεγερθεί από εσωτερικές εντυπώσεις, στις οποίες, συχνά, δεν μπορεί να αντισταθεί η ανθρώπινη βούληση.
* * *ὁ, ΝΜΑ [πειράζω]1. η διέγερση επιθυμίας για κάτι κακό, η παρακίνηση σε αμαρτία, το σκανδάλισμα (α. «μού ήρθε ο πειρασμός να κλέψω» β. «καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾱς εἰς πειρασμόν», ΚΔ)2. συνεκδ. το αντικείμενο τής επιθυμίας, αυτό που ποθούμεμσν.- νεοελλ.ο σατανάς, ο διάβολος, που κατ' εξοχήν παρακινεί τον άνθρωπο στην αμαρτίανεοελλ.1. αυτός που ευχαριστείται να πειράζει, να ενοχλεί τους άλλους, το πειραχτήριο2. δοκιμασία, ενόχληση, ταλαιπωρία («δεν είναι παρά βάσανα και πειρασμός και πάθη», Ερωτόκρ.)3. μτφ. χαρακτηρισμός γυναίκας ερωτικά προκλητικήςαρχ.1. η πείρασις*, δοκιμασία, δοκιμή2. ταραχή, στενοχώρια, άγχος («παραγίνεται ἐνύπνιον ἐν πλήθει πειρασμοῡ», ΠΔ).
Dictionary of Greek. 2013.